- ὁμόθρονος
- ὁμόθρονος, -ον1 sharing the throne
Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὁμόθρονος — sharing the same throne masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόθρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόθρονος, ον) αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρόνος (πρβλ. χρυσό θρονος)] … Dictionary of Greek
ὁμόθρονον — ὁμόθρονος sharing the same throne masc/fem acc sg ὁμόθρονος sharing the same throne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοθρόνου — ὁμόθρονος sharing the same throne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοθρόνους — ὁμόθρονος sharing the same throne masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοθρόνων — ὁμόθρονος sharing the same throne masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόθρονα — ὁμόθρονος sharing the same throne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόθρονε — ὁμόθρονος sharing the same throne masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόθρονοι — ὁμόθρονος sharing the same throne masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek